αιχμηρός

αιχμηρός
η , ό [ά, όν ]
1) острый, остроконечный, заострённый; 2) перен. резкий, колкий (о словах)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αιχμηρός" в других словарях:

  • αιχμηρός — ή, ό 1. μυτερός, οξύς, σουβλερός 2. δηκτικός, καυστικός, τσουχτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιχμή. ΠΑΡ. αιχμηρότητα] …   Dictionary of Greek

  • αιχμηρός — ή, ό μυτερός: Το ξύλο ήταν αιχμηρό και τρυπήθηκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… …   Dictionary of Greek

  • ερωδιός το γεράνιο — (Εrodium geranium). Ποώδες δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των γερανιιδών, που αριθμεί δώδεκα γένη και ευδοκιμεί σε εύκρατες και θερμές χώρες –σχεδόν άγριο– στην Ευρώπη, στην Ασία, στην Κίνα, στην Ιαπωνία, στη βόρεια Αφρική και στη Βόρεια… …   Dictionary of Greek

  • άκαινα — ἄκαινα, η (AM) 1. μυτερό όργανο, βουκέντρα 2. μονάδα μήκους ίση με 10 πόδια μσν. μονάδα για τη μέτρηση εμβαδού ίση με 100 τετραγωνικά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στην τεχνική ορολογία αρχικά αποτελούσε ειδικό τεχνικό όρο για τη «βουκέντρα» και… …   Dictionary of Greek

  • άκανος — ἄκανος, ο (Α) 1. είδος αγκαθιού 2. η αγκαθωτή κορφή μερικών καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη ρίζα *ακ «μυτερός», από όπου με μια σειρά ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως ἄκαινα*, ἀκόνη* ἄκων, ἀκόντιον*, που συνδέονται όλες… …   Dictionary of Greek

  • άκαρνα — ἄκαρνα, η (Α) είδος ακάνθης (Θεόφραστος) ή δάφνης (Ησύχιος). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με το ἄκαστος* «σφένδαμνος» (< *άκαρ στος) καθώς και με τα λατ. αcer ris, αρχ. άνω γερμ. ahorn «σφένδαμνος» κ.ά., δηλ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα aker… …   Dictionary of Greek

  • άκαστος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός βασιλιάς της Ιωλκού που πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας αυτής, ο πατέρας του Πελίας εξόντωσε την οικογένεια του Ιάσονα ο οποίος, όταν γύρισε, ζήτησε τη βοήθεια της… …   Dictionary of Greek

  • άκμων — I Ένα από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στην κοιλότητα του μεσαίου αφτιού και σχηματίζουν αλυσίδα, η οποία συνδέει το εσωτερικό τοίχωμα του έξω αφτιού με το εξωτερικό τοίχωμα του λαβύρινθου. Ο ά. βρίσκεται ανάμεσα στα άλλα δύο, τα οποία είναι η… …   Dictionary of Greek

  • άκορνα — ἄκορνα, η (Α) το ακανθώδες φυτό Cnicus Acorna. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Παρετυμολογικά συνδέεται με λ. όπως ἄκρος, ἀκή κ.λπ., οι οποίες ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *ακ «οξύς, αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός», ενώ το τέρμα ρνα οδηγεί στη σκέψη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»